- τοκαδεία
- τοκ-ᾰδεία, ἡ,A poultry-farming, PSI1.101.5, PRyl.213.53 (ii A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοκαδεία — ἡ, Α [τοκάς, άδος] αγρόκτημα με πουλερικά, πτηνοτροφείο … Dictionary of Greek